Η λοίμωξη covid-19 επηρεάζει τη γονιμότητα γιατί μειώνει τον αριθμό των σπερματοζωαρίων και την ποιότητά τους.
Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας μελέτης που διαπίστωσε ότι το 50% των ανδρών περίπου είχαν 57% χαμηλότερο συνολικό αριθμό σπερματοζωαρίων απ’ ότι πριν νοσήσουν. Η μελέτη παρουσιάστηκε στο 39ο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας (ESHRE) και πραγματοποίησαν Ισπανοί ερευνητές μεταξύ Φεβρουαρίου 2020 και Οκτωβρίου 2022, όπως αναφέρει ο Χειρουργός Ανδρολόγος Ουρολόγος δρ. Αναστάσιος Λιβάνιος.
Η μελέτη
Αναλυτικά, στην έρευνα συμμετείχαν 45 άνδρες, μέσης ηλικίας 31 ετών, που παρακολουθούνταν από έξι κλινικές υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.
Όλοι είχαν επιβεβαιωμένα περάσει ήπιας μορφής COVID-19 και οι κλινικές διέθεταν δεδομένα από την ανάλυση δειγμάτων σπέρματος που είχαν ληφθεί πριν από τη μόλυνση των ανδρών.
Ένα άλλο δείγμα σπέρματος ελήφθη μεταξύ 17 και 516 ημερών μετά από τη μόλυνση. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δειγμάτων πριν και μετά από την COVID-19 ήταν κατά μέσο όρο 238 ημέρες.
Οι ερευνητές ανέλυσαν όλα τα δείγματα που ελήφθησαν έως και 100 ημέρες μετά από τη λοίμωξη και στη συνέχεια ανέλυσαν ένα υποσύνολο δειγμάτων που ελήφθησαν μετά από 100 και πλέον ημέρες.
Τα ευρήματα
Οι ερευνητές είδαν ότι υπήρχε μείωση στον όγκο και στη συγκέντρωση του σπέρματος, στον αριθμό των σπερματοζωαρίων, στη συνολική κινητικότητά τους, καθώς και στον αριθμό των ζωντανών σπερματοζωαρίων.
Η κινητικότητα και ο συνολικός αριθμός σπερματοζωαρίων επηρεάστηκαν περισσότερο. Σύμφωνα με τον επικεφαλής της μελέτης, το 50% των ανδρών περίπου είχαν 57% χαμηλότερο συνολικό αριθμό σπερματοζωαρίων απ’ ότι πριν νοσήσουν.
Αν και οι ερευνητές περίμεναν ότι η δημιουργία νέου σπέρματος (για την οποία απαιτούνται 78 ημέρες) θα επανέφερε την ποιότητα και τη συγκέντρωση σπέρματος, αυτό δεν συνέβη. Γι’ αυτό απαιτούνται μεγαλύτερες και μακροπρόθεσμες μελέτες για να διαπιστωθεί αφενός εάν οι αρνητικές επιπτώσεις της λοίμωξης μπορούν να έχουν μόνιμο χαρακτήρα και εάν αυτή επηρεάζει τη γονιμότητα και αφετέρου να βρεθεί ο μηχανισμός που ο SARS-CoV-2 επηρεάζει τους όρχεις και το σπέρμα.
Συμπέρασμα
Η έρευνα υπογραμμίζει τη σημασία της μακροχρόνιας παρακολούθησης των ασθενών μετά από μια λοίμωξη COVID-19, ακόμη και αν πρόκειται για ήπια. Και πέραν αυτής, όμως, οι άνδρες που διαπιστώνουν ότι οι προσπάθειές τους να αποκτήσουν παιδί δεν ευοδώνονται μετά από εύλογο χρονικό διάστημα, πρέπει να απευθύνονται στον ουρολόγο τους ώστε να διενεργηθούν εξετάσεις.
«Με το σπερμοδιάγραμμα (ανάλυση σπέρματος) αξιολογείται η συγκέντρωση (αριθμός), η κινητικότητα και η μορφολογία (σχήμα) των σπερματοζωαρίων και από τα αποτελέσματα μπορεί να διαπιστωθούν τυχόν διαταραχές, στις οποίες περιλαμβάνονται η αζωοσπερμία, η ολιγοσπερμία, η ασθενοσπερμία και η τερατοσπερμία, καθεμία από τις οποίες μπορεί να ευθύνεται για την υπογονιμότητα του άνδρα. Το εργαστήριο όπου γίνεται η ανάλυση, εξετάζει επίσης το σπέρμα και για λοιμώξεις» αναφέρει ο γιατρός.
Εάν είναι φυσιολογικό, τότε απαιτούνται πρόσθετες εξετάσεις, όπως αιματολογικές, υπερηχογράφημα όσχεου, διορθικό υπερηχογράφημα, ανάλυση ούρων μετά την εκσπερμάτιση, βιοψία όρχεων και άλλες πιο εξειδικευμένες.
Ανάλογα με την αιτία της υπογονιμότητας συστήνονται τρόποι και θεραπείες που μπορούν αυξήσουν τα ποσοστά γονιμότητας. Μεταξύ αυτών, η λήψη αντιβίωσης εάν η υπογονιμότητα προκαλείται από κάποια λοίμωξη, η ορμονοθεραπεία, η αντιμετώπιση προβλημάτων σεξουαλικής επαφής (π.χ. στυτική δυσλειτουργία) και η χειρουργική επέμβαση.
«Όταν το πρόβλημα οφείλεται σε προβλήματα χαμηλού αριθμού σπερματοζωαρίων ή χαμηλής κινητικότητας, η μέθοδος ICSI μπορεί να χαρίσει τον πολυπόθητο απόγονο», καταλήγει ο δρ Λιβάνιος.