H φράση που κυριαρχεί πλέον στις ΗΠΑ αλλά και αλλού, σε κυβερνήσεις και κοινωνικές συναναστροφές, είναι «να ζήσουμε με τον ιό». Πρόκειται για μια στρατηγική υποχώρηση, από την αρχική τακτική για συντριβή του κορωνοϊού, καθώς λίγες μόνο χώρες, πέρα από την Κίνα που εξακολουθεί την πολιτική των λόκνταουν, εμμένουν στην πολιτική του «μηδενικού κορωνοϊού».
Η νέα αυτή στάση επαινείται από κάποιους αξιωματούχους και επιστήμονες, και γίνεται δεκτή με ανακούφιση από τον κόσμο που έχει εξαντληθεί από τις δυσκολίες και τους περιορισμούς που έφερε η πανδημία, στον τρίτο πια χρόνο της.
Ωστόσο υπάρχουν και λοιμωξιολόγοι που φοβούνται μήπως κινηθεί υπερβολικά προς την άλλη πλευρά ο κόσμος. Ανησυχούν δηλαδή ότι μπορεί πολλοί ηγέτες να ρισκάρουν σε αυτή την έξαρση του στελέχους Όμικρον, και προειδοποιούν ότι δεν πρέπει να υποτιμηθεί η νέα μετάλλαξη.
«Αυτή η σκέψη, ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό, σημαίνει κατά κανόνα παράδοση», σχολιάζει η επιδημιολόγος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, Μαρία φαν Κέρχοβε στην Ουάσιγκτον Ποστ.
Ομοίως η ιολόγος Άτζελα Σάσμουσεν του Πανεπιστημίου του Σασκάτσουαν, στον Καναδά, φοβάται μήπως ο κόσμος χαλαρώνει πρόωρα: «Κατανοώ τον πειρασμό του να πει κανείς, “δεν αντέχω, παραπάει”. Πράγματι δύο χρόνια είναι πολλά, και όλοι το βαρεθήκαμε. Αλλά αυτό δε σημάνει ότι το παιχνίδι χάθηκε».
Κανείς ηγέτης δε θα δηλώσει ότι είναι καιρός να πάψουμε τη μάχη, αλλά ο τόνος έχει αλλάξει, καθώς σχεδόν κανείς δεν μιλάει πλέον για συντριβή του ιού, και ελάχιστοι λαμβάνουν σκληρά περιοριστικά μέτρα για να αποτρέψουν τη μετάδοσή του.
Ακόμη και η Αυστραλία, που επέλεξε πολύ σκληρή αντιμετώπιση της πανδημίας, επέλεξε πλέον να χαλαρώσει κάποιες από τις απαγορεύσεις εδώ και μερικές εβδομάδες. Εκεί που είχε συμφωνηθεί να τελειώσουν τα αυστηρά μέτρα όταν ο εμβολιασμός φτάσει στο 80% του πληθυσμού που μπορεί να λάβει εμβόλιο. Το… προαπαιτούμενο αυτό έχει επιτευχθεί εδώ και μήνες, και το ποσοστό πλέον έχει ξεπεράσει και το 90%, οι μάσκες απαιτούνται ακόμη σε κλειστούς χώρους, υπάρχει περιορισμός ατόμων, αλλά η αντιπολίτευση καταγγέλλει την πρόωρη, όπως τονίζει, χαλάρωση την ώρα που η Όμικρον σαρώνει, κάνοντας λόγο για «ηττοπάθεια».
Στη Νότια Αφρική, όπου σήμανε πρώτα ο συναγερμός για την Όμικρον, η κυβέρνηση χαλάρωσε τον Δεκέμβριο τα πρωτόκολλα κατά της πανδημίας, ελπίζοντας ότι η μετάλλαξη θα προσφέρει ανοσία στον πληθυσμό όπως συνέβη με τις προηγούμενες μεταλλάξεις.
Παγκοσμίως ελπίζεται ότι η Όμικρον έφερε το τελευταίο μεγάλο πανδημικό κύμα, με πολύ μικρότερες συνέπειες για τους οργανισμούς όσων μολύνονται, και θα προσφέρει ανοσία για μελλοντικές μολύνσεις. Ο κορωνοϊός εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να κυκλοφορεί, αλλά δε θα συνιστά πια μια ξεχωριστή κατηγορία, εντασσόμενος στο ίδιο πλαίσιο με άλλους μη θανατηφόρους ιούς όπως η γρίπη.
Υπάρχουν όμως και άλλα, λιγότερα θετικά σενάρια. Οι επιστήμονες σπεύδουν να τονίσουν πως δεν γνωρίζουν πόσο χρόνο θα διαρκεί η ανοσία που φέρνει η Όμικρον. Ο κορωνοϊός συνεχίζει να μεταλλάσσεται και δεν αποκλείεται να προκύψει νέα, πιο θανατηφόρα παραλλαγή, καθώς κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι θα εκφυλιστεί σε κάτι ηπιότερο.
Ωστόσο δεν αλλάζουν μόνο οι ιοί, αλλά και οι άνθρωποι. Η γνώση μας στην αντιμετώπιση της πανδημίας έχει αυξηθεί σημαντικά, τόσο σε επιστημονικό όσο και σε λαϊκό επίπεδο, και αυτό εκτιμάται ότι μπορεί να έχει συνεισφέρει και στην ηπιότερη επίδραση της Όμικρον.
Η στρατηγική υποχώρηση δεν έχει ανακοινωθεί από ηγέτες, με εξαίρεση ίσως τον Ισπανό πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ, που δήλωσε ότι θέλει η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναγνωρίσει την Covid-19 ως ενδημική νόσο. Χρειάζεται προσοχή όμως, και υπάρχει ο κίνδυνος να υποτιμήσει ο κόσμος τον κίνδυνο που εξακολουθεί να συνιστά ο κορωνοϊός.
Πηγή: Καθημερινή, με πληροφορίες από Washington Post