Τις απογοητευτικές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών στο πρόγραμμα PISA επισημαίνει με ανησυχία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Τις απογοητευτικές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών, που επιδεινώνονται συνεχώς από το 2012 και έχουν σοβαρές συνέπειες στην ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή, επισημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην τελευταία Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, τονίζοντας ότι αντανακλούν, μεταξύ άλλων, την υποχρηματοδότηση της Εκπαίδευσης.
Η Έκθεση για το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο υποβάλλεται από την Κομισιόν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στο πλαίσιο της οικονομικής αξιολόγησης των κρατών μελών και βάσει αυτής το Συμβούλιο συστήνει στα κράτη μέτρα και παρεμβάσεις. Η Έκθεση ξεφεύγει από τα στενά όρια αξιολόγησης των οικονομικών επιδόσεων και περιλαμβάνει αρκετές επιπλέον αναλύσεις, μεταξύ αυτών και του εκπαιδευτικού συστήματος.
Στην Έκθεση που δημοσιεύθηκε αυτή την εβδομάδα, η Κομισιόν κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα αποτελέσματα του προγράμματος διεθνούς αξιολόγησης μαθητών του ΟΟΣΑ, του γνωστού προγράμματος PISA, για το 2022 και καταγράφει τις ανησυχητικά χαμηλές επιδόσεις των Ελλήνων μαθητών. Όπως σημειώνει η Κομισιόν,
Το ποσοστό χαμηλών επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών είναι ένα από τα υψηλότερα στην ΕΕ και στους τρεις τομείς του προγράμματος PISA που εξετάστηκαν και έχει αυξηθεί. Το 47,2% των 15χρονων Ελλήνων δυσκολεύτηκε να ερμηνεύσει και να αναγνωρίσει πώς μπορεί να αναπαρασταθεί μαθηματικά μια απλή κατάσταση (έναντι 29,5% στην ΕΕ). Το 37,6 % δεν μπόρεσε να εντοπίσει την κύρια ιδέα σε ένα κείμενο μέτριας έκτασης και να προβληματιστεί σχετικά με τον σκοπό της (έναντι 26,2 % στην ΕΕ). Το 37,3 % δεν μπόρεσε να αναγνωρίσει την ορθή εξήγηση για γνωστά επιστημονικά φαινόμενα και να συναγάγει τεκμηριωμένα συμπεράσματα (έναντι 24,2 % στην ΕΕ).
Η αύξηση των χαμηλών επιδόσεων της Ελλάδας από το 2012 είναι επίσης μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, ενώ το ποσοστό των μαθητών με τις καλύτερες επιδόσεις είναι πολύ χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και στους τρεις τομείς. Μόνο το 2% των μαθητών επέδειξαν προηγμένες δεξιότητες στα μαθηματικά (ΕΕ 7,9%), το 2% στην ανάγνωση (ΕΕ 6,5%) και το 1,5% στις φυσικές επιστήμες (ΕΕ 6,9%).
Τα αποτελέσματα αυτά μπορεί να αντικατοπτρίζουν την υποχρηματοδότηση των εκπαιδευτικών πολιτικών, τον αντίκτυπο των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων στις επιδόσεις, την έλλειψη αυτονομίας του σχολείου, τις προκλήσεις στην εφαρμογή μεθόδων διδασκαλίας με βάση τις ικανότητες και τη νοοτροπία σχετικά με την αξιολόγηση.
Η μείωση των επιδόσεων των μαθητών σε βασικές δεξιότητες έχει συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα και την κοινωνική συνοχή της χώρας, τονίζει η Κομισιόν.
Οι χαμηλές επιδόσεις είναι συχνές σε ολόκληρη την κοινωνικοοικονομική κατανομή. Το ποσοστό για το ανώτερο τεταρτημόριο της κοινωνικοοικονομικής κατανομής είναι τρεις φορές υψηλότερο από το μέσο ποσοστό σε άλλες χώρες της ΕΕ (26,7% έναντι 10,9%) και έχει αυξηθεί σημαντικά (8,2 εκατοστιαίες μονάδες έναντι 2,2 εκατοστιαίων μονάδων της ΕΕ).
Ταυτόχρονα, το κοινωνικοοικονομικό χάσμα έχει διευρυνθεί, καθώς 6 στους 10 μαθητές από μειονεκτικά περιβάλλοντα (64%) δεν πέτυχαν ένα ελάχιστο επίπεδο επάρκειας στα μαθηματικά (έναντι 52,8% το 2018). Επιπλέον, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό μαθητών με χαμηλές επιδόσεις που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών στην ΕΕ, αν και το χάσμα των επιδόσεών τους εξαλείφεται αν ληφθεί υπόψη το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο και η γλώσσα που ομιλείται στη χώρα τους.
Αυτές οι συνολικές αρνητικές τάσεις, επισημαίνει η Επιτροπή, υπογραμμίζουν τις μακροχρόνιες προκλήσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και την ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας της εκπαίδευσης και αντιμετώπισης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων ώστε να εφοδιαστούν οι νέοι με τις βασικές δεξιότητες που απαιτούνται για την απασχολησιμότητα και τη ζωή τους. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό υπό το πρίσμα των σημαντικών αναντιστοιχιών δεξιοτήτων και της χαμηλής συμμετοχής στην εκπαίδευση ενηλίκων (5,1% το 2022 έναντι 39,5% στην ΕΕ).
Προσλήψεις εκπαιδευτικών
Το χρόνιο πρόβλημα της έλλειψης εκπαιδευτικών αναμένεται να μετριασθεί με τους μόνιμους διορισμούς 28.500 εκπαιδευτικών. Όπως αναφέρει η Επιτροπή, η Ελλάδα αναμένει να έχει αρκετούς εκπαιδευτικούς στο μέλλον, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες για την ενδυνάμωσή τους. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει από τη μεγάλη δεξαμενή δυνητικών υποψηφίων εκπαιδευτικών και τις δημογραφικές τάσεις. Ειδικότερα, ενώ μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών πλησιάζει την ηλικία συνταξιοδότησης, προβλέπεται σημαντική μείωση του μαθητικού πληθυσμού για τα επόμενα έτη.
Η Ελλάδα προχωρά σε 28 500 μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών για όλες τις βαθμίδες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένης της ειδικής αγωγής, μετά από μια δεκαετία χωρίς προσλήψεις στην εκπαίδευση. Ωστόσο, τα υπάρχοντα δημόσια δεδομένα δεν μας επιτρέπουν να αξιολογήσουμε εάν καλύπτονται όλες οι ανάγκες ή εάν υπάρχουν συγκεκριμένοι τομείς που ενδέχεται να υποφέρουν από ελλείψεις.
Ενώ οι εκπαιδευτικοί επωφελούνται από υψηλή εργασιακή ασφάλεια, οι προοπτικές σταδιοδρομίας τους παραμένουν περιορισμένες. Σταδιακά παρέχονται ευκαιρίες και κίνητρα στους εκπαιδευτικούς, βάσει του νόμου 4823/2021 για την «αναβάθμιση των σχολείων και ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών», αλλά μόλις πρόσφατα αναπτύχθηκε εθνικό πλαίσιο σταδιοδρομίας για τους εκπαιδευτικούς και ξεκίνησε η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών το σχολικό έτος 2022/2023.