Η έκθεση «Παγκόσμια αντιμικροβιακή αντοχή και σύστημα επιτήρησης χρήσης (GLASS) Έκθεση: 2022», που κυκλοφόρησε πρόσφατα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ), προκαλεί ανησυχία.
Συγκεκριμένα αναφέρει ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχονται από τις 87 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα, παρουσιάζονται υψηλά επίπεδα αντοχής (πάνω από το 50%) ορισμένων από τα βακτήρια που συνήθως προκαλούν σήψη.
Η σήψη είναι μια σοβαρή και απειλητική για τη ζωή εξέλιξη σε μια λοίμωξη που επιδεινώνεται πολύ γρήγορα σε νοσοκομειακά περιβάλλοντα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η Klebsiella pneumoniae και το Acinetobacter spp. Και οι δύο δυνητικά θανατηφόρες λοιμώξεις, για τη θεραπεία των οποίων οι γιατροί αναγκάζονται να χρησιμοποιούν αντιβιοτικά τελευταίας γραμμής, όπως καρβαπενέμες.
Οι καρβαπενέμες (παλαιότερα καλούμενες θειεναμυκίνες) είναι τάξη αντιβιοτικών β-λακτάμης με ευρύ πεδίο δράσης. Έχουν δομή που τις καθιστά πολύ ανθεκτικές κατά των περισσοτέρων β-λακταμασών (ένζυμα βακτηρίων που καθιστούν αδρανή τα αντιβιοτικά). Εκπρόσωποι είναι η ιμιπενέμη, ερταπενέμη, μεροπενέμη, και η δοριπενέμη.
Και σαν να μην έφταναν οι άνωτέρω προβληματισμοί, το επίπεδο απειλής αυξάνεται γνωρίζοντας ότι περίπου το 8% της σήψης που προκαλείται από Klebsiella pneumoniae είναι ανθεκτικές στη φαρμακολογική θεραπεία με καρβαπενέμες, γεγονός που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο θανάτου από μη θεραπεύσιμες λοιμώξεις.
«Οι κοινές βακτηριακές λοιμώξεις είναι όλο και πιο ανθεκτικές στις θεραπείες. Πάνω από το 60% των μεμονωμένων στελεχών της Neisseria gonorrhea, της αιτίας αυτής της συχνής σεξουαλικά μεταδιδόμενης νόσου, έχουν δείξει αντοχή σε ένα από τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα δια στόματος αντιβακτηριακά, τη σιπροφλοξασίνη. Πάνω από το 20% των απομονώσεων του E. coli, που είναι το πιο κοινό παθογόνο στις λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, ήταν ανθεκτικά τόσο σε φάρμακα πρώτης γραμμής (αμπικιλλίνη και κοτριμοξαζόλη) όσο και σε θεραπείες δεύτερης γραμμής (φθοροκινολόνες)», αναφέρεται.