Στο άρθρο του που τιτλοφορείται «Είναι σωστό να είμαστε υπερήφανοι για το Βρετανικό Μουσείο» ο Όσμπορν γράφει για την ιστορία του συγκεκριμένου πολιτιστικού οργανισμού, «τα τεχνουργήματα του οποίου απεικονίζουν τον πόλεμο και την αγάπη και αντικατοπτρίζουν την αλήθεια πως οι άνθρωποι είναι ικανοί για πράξεις μεγάλης καλοσύνης και φρικτής βαρβαρότητας μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια δύο εκατομμυρίων ετών. Γι’ αυτό μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Αυτός ήταν ο ιδρυτικός σκοπός όταν ιδρύθηκε ως το πρώτο εθνικό δημόσιο μουσείο του κόσμου το 1753, και ο σκοπός αυτός παραμένει μέχρι σήμερα. Ήταν προϊόν λιγότερο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και περισσότερο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού».
«Είμαστε απλά ένα μουσείο. Σίγουρα, υπάρχουν εκείνοι που αμφισβητούν το δικαίωμα της ύπαρξής μας. Το έκαναν το 1753 και το κάνουν ξανά το 2021» γράφει ο Όσμπορν, ο οποίος σε αυτό το σημείο αναφέρεται και στα «Ελγίνεια Μάρμαρα», όπως τα αποκαλεί: «Φυσικά, υπάρχουν και εκείνοι που απαιτούν την επιστροφή αντικειμένων που πιστεύουν ότι δεν έχουμε δικαίωμα να κρατήσουμε. Αυτό δεν είναι καινούριο. Ο Λόρδος Βύρωνας σκέφτηκε ότι τα Ελγίνεια μάρμαρα έπρεπε να επιστρέψουν στον Παρθενώνα». Και συνεχίζει με την πρότασή του: «Η απάντηση μας δεν είναι απορριπτική. Είμαστε ανοιχτοί στο δανεισμό των τεχνουργημάτων μας σε οποιονδήποτε μπορεί να τα φροντίσει και να εξασφαλίσει την ασφαλή επιστροφή τους, κάτι που κάνουμε κάθε χρόνο, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας».
«Ούτε ντρεπόμαστε ούτε βρισκόμαστε σε θέση άμυνας. Σχεδόν τρεις αιώνες μετά, παραμένουμε ένα από τα πολύ λίγα μέρη στη Γη όπου μπορείτε να δείτε τους μεγάλους πολιτισμούς του κόσμου δίπλα δίπλα», συνοψίζει.