Η Βραζιλία ζει τη δεύτερη μέρα εθνικού πένθους την Παρασκευή, την επομένη του θανάτου του θρυλικού ποδοσφαιριστή της, Πελέ, και η Σάντος που τον έκανε «Βασιλιά» ετοιμάζεται να του αποτίσει ένα τελευταίο λαϊκό φόρο τιμής.
Το κέντρο του Σάο Πάολο ήταν ήρεμο στη διάρκεια της ημέρας, καθώς πολλοί «Παουλίστα» είχαν εγκαταλείψει τη μεγαλούπολη για τους εορτασμούς του τέλους του χρόνου. Ομοίως, οι θαυμαστές δεν συναντιόνταν πλέον έξω από το νοσοκομείο “Άλμπερτ Αϊνστάιν”, όπου ο «μάγος» Πελέ άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών μετά από μάχη με τον καρκίνο του παχέος εντέρου που κράτησε περισσότερο από ένα χρόνο, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του.
Αντίθετα, στο Μουσείο Ποδοσφαίρου, το οποίο είχε εκθέσει τη φανέλα που φορούσε ο Πελέ στο νικηφόρο τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970, το πλήθος είχε διπλασιαστεί. «Θέλαμε να έρθουμε εδώ και καιρό, αλλά ήρθαμε νωρίτερα για να δούμε τη φανέλα», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων η δημοσιογράφος, Κριστίνα Βιδάλ, συνοδευόμενη από τους δύο γιους της. «Οι θεοί δεν πεθαίνουν, επιστρέφουν στον Όλυμπο», πρόσθεσε.
Ογδόντα χιλιόμετρα πιο μακριά, στη Σάντος, όπου το αιώνιο νούμερο “10” έλαμπε από το 1956 έως το 1974, οι κάτοικοι είχαν κρεμάσει σημαίες με τα χρώματα του συλλόγου από τα παράθυρα ή τα μπαλκόνια τους, δίνοντας χρώμα σε μια γκρίζα και συννεφιασμένη μέρα. Κοντά στο στάδιο Vila Belmiro, όπου το φέρετρο του Πελέ θα εκτεθεί τη Δευτέρα για μια 24ωρη νεκρώσιμη αγρυπνία, η νοικοκυρά Καρολίνε Φορνάρι, αποτίει φόρο τιμής στον άνθρωπο που έκανε τους Βραζιλιάνους «το καμάρι» του κόσμου.
«Από πολύ μικρή άκουσα τον πατέρα μου, που ήταν στην ηλικία του, να μιλάει για αυτόν», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο προσθέτοντας «είναι πολύ λυπηρό». Στη γενέτειρά του, το Τρες Κορασόες, στο Μίνας Γκεράις, περιτριγυρισμένο από φυτείες καφέ, η συγκίνηση ήταν απτή, ακόμα κι αν ο Πελέ, γεννημένος σε μια φτωχή οικογένεια, είχε φύγει από την πόλη πολύ νέος.
Ο Μαρσέλο Καζόνε δείχνει με περηφάνια στο Γαλλικό Πρακτορείο μια φωτογραφία του σταρ Πελέ, που ήρθε να επισκεφτεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80. «Παρέκλεινα το μάθημα, τον ακολουθούσα όλη μέρα μέχρι να βγάλω φωτογραφίες μαζί του, τις οποίες έχω ακόμα», λέει ο 48χρονος, άλλοτε ζωγράφος.
Πηγή:enikos.gr
Ακολουθήστε το seleo.gr στο Facebook και στο Twitter